Ο Σεπτέμβριος κατέχει ιδιαίτερη θέση στη μνήμη και την ιστορική συνείδηση των Πολωνών. Είναι η εποχή του αναστοχασμού για τις δραματικές εμπειρίες του πολωνικού έθνους κατά τον 20ό αιώνα, καθώς δύο επέτειοι μας υπενθυμίζουν πόσο εύθραυστα είναι συχνά τα θεμέλια της ειρηνικής, καθημερινής μας ζωής και πόσο σημαντικό είναι να παραμένουμε σε εγρήγορση απέναντι στις αυξανόμενες ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες των εξωτερικών εχθρών. Αποτελούν επίσης μια ευκαιρία να εκτιμήσουμε την τεράστια αξία της ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης και της ικανότητας να υπερασπιστούμε ό,τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή μας – τις οικογένειές μας, τα επιτεύγματα των προηγούμενων γενεών, τη ζωή και την ελευθερία μας.
Το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 τα γερμανικά βομβαρδιστικά ισοπέδωσαν το νοσοκομείο των Αγίων Πάντων στο Wieluń και στην συνέχεια ένα σημαντικό τμήμα της πόλης – ενός τόπου άνευ στρατηγικής αξίας, του οποίου η κατεδάφιση σηματοδότησε την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Προμήνυε επίσης τη φύση αυτού του πολέμου – την ασυγκράτητη και ολοκληρωτική βαρβαρότητα των εισβολέων, την πλήρη αδιαφορία τους για την αξία της ανθρώπινης ζωής και την εγκαθίδρυση ως στρατηγικού στόχου του πολέμου την εξόντωση και την καταδίκη στην αφάνεια και την ατίμωση των εθνών εκείνων που εμπόδιζαν το γερμανικό όραμα μιας νέας, ολοκληρωτικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Λίγο παραπάνω από δύο εβδομάδες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1939, η Πολωνική Δημοκρατία, η οποία εξακολουθούσε να αμύνεται κατά της γερμανικής επίθεσης, υπέστη ένα ακόμη πλήγμα. Σύμφωνα με τους όρους του εγκληματικού συμφώνου Ρίμπεντροπ -Μολότοφ, ο σοβιετικός στρατός, σύμμαχος του Τρίτου Ράιχ, παραβίασε τα πολωνικά σύνορα και εγκαθίδρυσε έναν διαφορετικού τύπου ολοκληρωτισμό, με μαζικές δολοφονίες, εκτοπίσεις και γκούλαγκ που στοίχισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνούς.
Κάθε χρόνο, αυτές οι δύο ημερομηνίες είναι μια ευκαιρία για μας να αναλογιστούμε τη μοίρα των θυμάτων της γερμανικής και της σοβιετικής κατοχής: τα έξι εκατομμύρια δολοφονημένων πολιτών της Πολωνίας, την εξόντωση της πολωνικής ελίτ, τις καταρρακωμένες ζωές και τις διαλυμένες οικογένειες, το μέγεθος της καταστροφής, τις ερειπωμένες πόλεις, ιδιαίτερα την πρωτεύουσα – Βαρσοβία, και πάνω από 10.000 χωριά που επλήγησαν από διάφορες μορφές καταστολής, τις κατεστραμμένες και κλεμμένες περιουσίες, συμπεριλαμβανομένων ανεκτίμητης αξίας έργων πολιτιστικής κληρονομιάς, που υπολογίζονται σε πάνω από 500.000 αντικείμενα.
Αυτές τις ημέρες του Σεπτεμβρίου, η σκέψη μας στρέφεται επίσης στις άυλες πολιτιστικές αξίες που απέδειξαν τη σημασία τους κατά τη διάρκεια της ζοφερής περιόδου του πολέμου. Οι αξίες αυτές περιλαμβάνουν το θάρρος, τον πατριωτισμό και την ικανότητα για απίστευτες θυσίες για την υπεράσπιση του πιο σημαντικού – της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας.
Αυτό το έτος, οι Πολωνοί – και ίσως και άλλοι σε όλο τον κόσμο – θα κληθούν να αναστοχαστούν σχετικά με αυτές τις αξίες μέσα από μία ειδική τελετή που υπερβαίνει τα θρησκευτικά όρια και απευθύνεται σε εκείνους που επιδεικνύουν το υψηλότερο επίπεδο γενναιότητας και ανιδιοτέλειας, δίνοντας τη ζωή τους για να σώσουν άλλους. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2023, στο χωριό Markowa, η οικογένεια Ulma από την Πολωνία θα ευλογηθεί από την Καθολική Εκκλησία. Η οικογένεια Ulma έδωσε ένα τέτοιο παράδειγμα υπέρτατης θυσίας σε μία περίοδο δοκιμασίας, παρέχοντας καταφύγιο σε δύο εβραϊκές οικογένειες παρά την απειλή της θανατικής ποινής, για την οποία πλήρωσαν το ύψιστο τίμημα στα χέρια των Γερμανών κατακτητών. Το 1944, ο Józef και η Wiktoria Ulma δολοφονήθηκαν μαζί με τα επτά παιδιά τους: την οκτάχρονη Stanisława, την εξάχρονη Barbara, τον πεντάχρονο Władysław, τον τετράχρονο Franciszek, τον τρίχρονο Antoni, την ενάμιση ετών Maria, και το αγέννητο παιδί της εγκύου στον ένατο μήνα Wiktoria.
Το 2023, ο πολωνικός Σεπτέμβριος θα αποκτήσει μια πρόσθετη διάσταση. Αυτό το έτος, η Πολωνία θα γιορτάσει την πρώτη ετήσια Εθνική Ημέρα των Πολωνόπουλων του Πολέμου, μια νέα επέτειο που ορίστηκε για τις 10 Σεπτεμβρίου από το Σέιμ (κάτω Βουλή) της Πολωνίας. Την ημέρα αυτή του 1943, δεκάδες πολωνόπουλα συνελήφθησαν στην πόλη Mosina στην περιοχή Wielkopolska, σηματοδοτώντας το ζοφερό αποκορύφωμα μιας μαζικής κατασταλτικής εκστρατείας που είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη πολλών πολωνικών οικογενειών που ήταν ύποπτες για συνεργασία με την Αντίσταση. Ο γερμανικός σταθμός χωροφυλακής στη Mosina έστειλε τηλεγράφημα εκείνη την ημέρα του Σεπτεμβρίου στην ανώτερη διοίκηση στη Śrem, παρέχοντας μια συνοπτική αλλά ηχηρή καταγραφή της τραγωδίας: «Η επιχείρηση στη Mosina συνεχίζεται. Χθες το βράδυ, 156 άτομα συνελήφθησαν. Αναμένεται να συλληφθούν άλλα 60 παιδιά σήμερα». Αυτές οι τρεις σύντομες προτάσεις σηματοδότησαν την τραγωδία ολόκληρων οικογενειών, τα μέλη των οποίων στη συνέχεια εκτελέστηκαν ή φυλακίστηκαν. Για την πλειονότητα των παιδιών της Mosina, αυτές οι λέξεις σήμαιναν φυλάκιση στο Polen-Jugendverwahrlager Litzmannstadt – ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολωνόπουλα στην πόλη Łódź στην οδό Przemysłowa, ο μοναδικός τέτοιος τόπος εξόντωσης που δημιουργήθηκε από τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Το στρατόπεδο της Łódź προοριζόταν για πολωνόπουλα και εφήβους ηλικίας 6 έως 16 ετών, αλλά στην πράξη περιελάμβανε ακόμη μικρότερα παιδιά, μερικά μόλις λίγων μηνών. Οι ανήλικοι κρατούμενοι στέλνονταν στο στρατόπεδο για παραπτώματα όπως το εμπόριο, η επιβίβαση στο τραμ χωρίς εισιτήριο, η επαιτεία ή η μικροκλοπή. Τα παιδιά των οικογενειών που αρνούνταν να υπογράψουν τη Volkslist τοποθετούνταν επίσης εκεί, όπως και τα παιδιά των ανθρώπων που στέλνονταν σε στρατόπεδα ή φυλακές καθώς και τα παιδιά που ήταν ύποπτα για συμμετοχή στην Αντίσταση. Ο ακριβής αριθμός των παιδιών που πέρασαν από το στρατόπεδο και πέθαναν εκεί είναι ακόμη άγνωστος. Καθώς περνούσε ο καιρός μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα απομεινάρια του στρατοπέδου σιγά σιγά εξαφανίστηκαν από τη δημόσια θέα και η μνήμη αυτού του ανείπωτου εγκλήματος άρχισε να φθίνει.
Η τρομερή μοίρα των παιδιών από το στρατόπεδο της οδού Przemysłowa δεν ήταν παρά ένα μέρος της τεράστιας τραγωδίας που υπέστησαν οι νεότεροι Πολωνοί πολίτες και οι οικογένειές τους από τις δύο δυνάμεις κατοχής. Ένα άλλο ήταν η γερμανική εκστρατεία εκδίωξης και καταστολής στην περιοχή Zamojszczyzna, η οποία άφησε άστεγους περίπου 110.000 Πολωνούς, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της περιοχής. Περίπου 30.000, δηλαδή σχεδόν το ένα τρίτο όλων των εκτοπισμένων, ήταν παιδιά. 10.000 από αυτά πέθαναν ως αποτέλεσμα της απέλασης σε απάνθρωπες συνθήκες, φυλάκισης σε στρατόπεδα, σχεδιασμένων δολοφονιών σε θαλάμους αερίων ή ενέσεων φαινόλης. Άλλα 4.500 παιδιά απήχθησαν στο Ράιχ με σκοπό την γερμανοποίησή τους.
Από τα έξι εκατομμύρια Πολωνούς πολίτες που δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, περίπου το 40% ήταν παιδιά. Η νεοσύστατη ημέρα μνήμης τιμά την τραγωδία τους και την τραγωδία των συνομηλίκων τους που υπέστησαν μαζικές εκτοπίσεις, εξοντωτική, αναγκαστική εργασία ή φυλάκιση. Οι πολωνικές αρχές καθιέρωσαν την ημέρα αυτή ως ανταπόκριση στις πρωτοβουλίες της τελευταίας που θυμάται την περίοδο του πολέμου. Η ανταπόκριση του πολωνικού κράτους περιλαμβάνει επίσης την ίδρυση φορέων μνήμης, όπως το Μουσείο των Ulma στο χωριό Markowa στην περιοχή Podkarpacie – όπου το Περιβόλι της Μνήμης μας υπενθυμίζει πώς οι Πολωνοί έσωσαν τους Εβραίους με κίνδυνο της ζωής τους και τη ζωή των αγαπημένων τους προσώπων, και το Μουσείο των Παιδιών της Πολωνίας στη πόλη Łódź, των θυμάτων του ολοκληρωτισμού, το οποίο δεν μνημονεύει μόνο την τραγωδία των κρατουμένων του μοναδικού στην Ευρώπη στρατοπέδου συγκέντρωσης για παιδιά, αλλά και τον μαρτυρικό θάνατο όλων των πολωνόπουλων θυμάτων τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η διατήρηση μνήμης των δραματικών εμπειριών του παρελθόντος είναι καθήκον μας – απέναντι στα θύματα και στις μελλοντικές γενιές. Καθημερινά και με μεγάλη αφοσίωση προσπαθούμε να εκπληρώσουμε αυτή την τιμητική υποχρέωση που μας κληροδοτήθηκε από τους προγόνους μας.
Καθηγητής Piotr Gliński
Υπουργός Πολιτισμού και Εθνικής Κληρονομιάς
Δημοσιεύθηκε σε συνεργασία με το πολωνικό μηνιαίο περιοδικό «Wszystko co najważniejsze» στο πλαίσιο ενός ιστορικού προγράμματος με το Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης και το Πολωνικό Εθνικό Ίδρυμα.